- συγγενολόι
- το το σύνολο των συγγενών: Κάλεσαν όλο το συγγενολόι στο γάμο της κόρης τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδελφοξαδέλφια — και αδερφοξάδελφα και αδερφοξαδέρφια και αδερφοξάδερφα 1. το σύνολο αδελφών και εξαδέλφων 2. στενοί συγγενείς, συγγενολόι 3. (στον εν.) ειρωνικά για σχέσεις ανθρώπων ερωτικές, ύποπτες ή διαβλητές … Dictionary of Greek
αρχοντολόι — το (Μ ἀρχοντολόγιν) 1. το σύνολο των αρχόντων ή η τάξη των αρχόντων 2. η τάξη των πλουσίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρχοντας + λόι < μσν. λόγιν < αρχ. λόγιον < λέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω» (πρβλ. μελισσολόι, σκυλολόι, συγγενολόι)] … Dictionary of Greek
δικολογιά — η οι συγγενείς, το συγγενολόι. [ΕΤΥΜΟΛ. < (αντων.) δικός + λογιά < αρχ. λογία < λέγω «συλλέγω, συναθροίζω» (πρβλ. ξενολογιά, φτωχολογιά)] … Dictionary of Greek
κούδαρος — και κούδαρης, ο, και (στη Σκιάθο) κούδας, ονομ. πληθ. κουδαραίοι (στα κουδαρίτικα) πλανόδιος οικοδόμος, κτίστης. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται πιθ. με διαλεκτικό τ. τής Μακεδονίας Ηπείρου κούδα, η «μεγάλη γενιά, συγγενολόι»] … Dictionary of Greek
συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… … Dictionary of Greek
σόι — το, γεν. σογιού, ονομ. πληθ. σόγια, Ν 1. γένος, καταγωγή 2. το σύνολο τών ατόμων που συνδέονται με συγγενικούς δεσμούς, συγγενολόι 3. (για ζώα και φυτά) είδος, ποικιλία 4. είδος, ποιόν («δεν μπορώ να καταλάβω τί σόι πατέρας είναι αυτός» 5.… … Dictionary of Greek